- τριακονταπλάσιος
- α, ο [ία, ον] в тридцать раз больший, тридцатикратный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριακονταπλάσιος — α, ο / τριακονταπλάσιος ία, ον, ΝΑ ο τριάντα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πλάσιος*] … Dictionary of Greek
τριακονταπλάσιον — τριακονταπλάσιος thirty fold masc/fem acc sg τριακονταπλάσιος thirty fold neut nom/voc/acc sg τριακονταπλασίων thirty fold masc/fem voc sg τριακονταπλασίων thirty fold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταπλασίους — τριακονταπλάσιος thirty fold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταπλασίων — τριακονταπλάσιος thirty fold masc/fem/neut gen pl τριακονταπλασίων thirty fold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταπλάσια — τριακονταπλάσιος thirty fold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακονταπλασίων — άσιον, Α τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακονταπλάσιος + επίθημα ίων (πρβλ. πενταπλασ ίων)] … Dictionary of Greek
τριακονταπλός — ή, ό και, λόγιος τ., τριακονταπλούς, ούν, Ν 1. αυτός που αποτελείται από τριάντα μέρη 2. τριακονταπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + πλός / πλοῦς (βλ. λ. πλός)] … Dictionary of Greek